αμυαλιά

αμυαλιά
η [άμυαλος]
έλλειψη μυαλού, νου, ανοησία, κουφόνοια, απερισκεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμυαλιά — αμυαλιά, η και αμυαλοσύνη, η έλλειψη φρόνησης, απερισκεψία: Αυτά τα παθε από την αμυαλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμυαλος — η, ο αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < ἀ στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν». ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος] …   Dictionary of Greek

  • ακεφαλιά — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * η [ακέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • αλογιστία — η (Α ἀλογιστία) [ἀλόγιστος] αμυαλιά, απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • αμυαλοσύνη — η [άμυαλος] η αμυαλιά …   Dictionary of Greek

  • απερισκεψία — η αστοχασιά, αμυαλιά: Τις απερισκεψίες μας συνήθως τις πληρώνουμε ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”